- προφυλάω
- βλ. προφυλάγω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προφυλάω — προφυλάω, προφύλαξα βλ. πίν. 231 Σημειώσεις: προφυλάω : ορισμένες φορές απαντάται και ο τύπος προφυλάγω (με κλίση κατά το τυλίγω, βλ. πίν. 21 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προφυλάσσω — προφυλάσσω, προφύλαξα βλ. πίν. 27 και πρβλ. προφυλάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προφυλάγω — και προφυλάω προφύλαξα, προφυλάχτηκα, προφυλαγμένος 1. φυλάγω, προστατεύω, αποτρέπω κακό. 2. το μέσ., προφυλάγομαι φροντίζω για τον εαυτό μου, προασπίζω τον εαυτό μου: Να προφυλάγεσαι στο ταξίδι να μην κρυολογήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)